απομαθαίνω

απομαθαίνω
(αόρ. απόμαθα) 1. μετ.
1) выучивать (что-л.); 2) обучать (кого-чему-л.); 3) отучиваться, разучиваться; отвыкать; τ' απόμαθα я отвык от этого; 2. αμετ. кончать учиться, заканчивать обучение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απομαθαίνω" в других словарях:

  • απομαθαίνω — (AM ἀπομανθάνω, Μ κ. μαθαίνω) λησμονώ κάτι μσν. νεοελλ. κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι νεοελλ. μαθαίνω πολύ καλά …   Dictionary of Greek

  • απομαθαίνω — όμαθα 1. μαθαίνω καλά: Βλέπω τ απόμαθες το μάθημά σου. 2. ξεμαθαίνω: Απ το κάτσε κάτσε απόμαθα τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απομανθάνω — βλ. απομαθαίνω …   Dictionary of Greek

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»